Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΟΠΛΗΣ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑΣ
Η ιστορία της ρώσικης πολεµικής τέχνης, ανεπαρκώς καταγραµµένη στους παλιότερους αιώνες και καλυµµένη από πλήρη µυστικοπάθεια κατά τη µακρά σοβιετική περίοδο, παραµένει ως σήµερα γεµάτη κενά, που συχνά συµπληρώνονται κατά το δοκούν από ροµαντικές ανακρίβειες ή σκόπιµα ψέµατα. Εκεί όµως που οι πάντες συµφωνούν είναι στο ότι η γη της σηµερινής Ρωσίας και των γύρω της δηµοκρατιών, που κάποτε απάρτιζαν τη Σοβιετική Ενωση, έχει υπάρξει ένα συνεχές θέατρο τοπικών και διεθνών πολέµων, από την εποχή του Όλεγκ του Νόβγκοροντ, στα τέλη του 9ου αιώνα, ως τις ηµέρες του Πούτιν και τις σύγχρονες διενέξεις στον Καύκασο και την Τσετσενία, και στο ότι κατά µήκος αυτής της αχανούς έκτασης η ύπαρξη δεκάδων παραδοσιακών συστηµάτων µάχης στέκει αδιάψευστος µάρτυρας αυτού του ταραγµένου παρελθόντος. Όµως στη Ρωσία και τα πέριξ της η µαχητική ενασχόληση δεν υπήρξε µόνο ανάγκη επιβεβληµένη από την πληθώρα εχθρών και την συχνή πολεµική δράση, αλλά και κοµµάτι, συν τω χρόνω, της λαϊκής κουλτούρας, καθώς σε καιρό ειρήνης οι µαχητικές δεξιότητες των απλών ανθρώπων διατηρούνταν σε ετοιµότητα µέσα από τοπικές εκδηλώσεις, πανηγύρια και γιορτές όπου περίοπτη θέση είχαν πάντα όχι µόνο οι πυγµαχικοί και παλαιστικοί αγώνες, αλλά και οι τελετουργικές συγκρούσεις ανάµεσα σε µεγάλες οµάδες ανθρώπων (π.χ. γειτονιά εναντίον γειτονιάς ή χωριό εναντίον χωριού) µε µόνο όπλο τις γυµνές γροθιές (stenoshnii boi, ή αλλιώς “τοίχος εναντίον τοίχου”, από άτοµα εννοείται) σε πνεύµα φιλικό και πανηγυριώτικο µεν, αλλά φυσικά µε πολύ…ξύλο.
Αυτού του τύπου οι ανεπίσηµοι αγώνες, που συχνά λαµβάνουν χώρα στις πλατείες των χωριών ή στην ύπαιθρο µε συνοδεία ζωντανής µουσικής από ακορντεόν και µπόλικη βότκα, αποτελούν ακόµα αναπόσπαστο κοµµάτι της λαϊκής κουλτούρας στη σηµερινή Ρωσία, ενώ το έθιµο των τελετουργικών οµαδικών µαχών έχει βρει (δυστυχώς) ένα νέο πεδίο εφαρµογής, στις µαζικές συγκρούσεις «κατόπιν συµφωνίας» των Ρώσων, Ουκρανών και λοιπών όµορων χούλιγκανς. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα ιδιότυπα «µαχητικά σπορ του λαού» γέννησαν µία ευρύτατη γκάµα από παραδοσιακά συστήµατα µάχης σώµα µε σώµα, από την πατροπαράδοτη ρώσικη πυγµαχία µε γυµνά χέρια (russian fisticuffs – kulachnii boi) και τους κοζάκικους χορούς, όπου κάθε κίνηση των χεριών και των ποδιών αντιστοιχεί µε µία «καµουφλαρισµένη» γροθιά ή ένα λάκτισµα, ως το µέγα πλήθος των παλαιστικών στυλ που ανθούν ως σήµερα στην ευρύτερη περιοχή, όπως το kuresh των Τατάρων, το chidaoba των Γεωργιανών, το akatuy των Τσουβάσιων, το trinte των Μολδαβών, το khapsagay των Μογγόλων, το kokh των Αζέρων και πάµπολλα ακόµα σύσταση ενός εντελώς καινούριου κράτους περνούσε, πριν απ΄όλα, από την σύσταση του νέου στρατού, που θα εγγυάτο την ίδια την ύπαρξη του κράτους – ο Λένιν, ένα σπουδαίο οργανωτικό µυαλό, το ήξερε πολύ καλά και ένα από τα πρώτα πράγµατα που έκανε, εν έτει 1918, ήταν να ιδρύσει την λεγόµενη “Vseobuch”, δηλαδή τη Γενική Διεύθυνση Στρατιωτικής Εκπαίδευσης, υπεύθυνη στο εξής γιά τον σχεδιασµό της µαχητικής κατάρτισης του Κόκκινου Στρατού. Το τµήµα εκπαίδευσης περί τη µάχη σώµα µε σώµα πήρε τον τίτλο “Dinamo” και η πρώτη του απόφαση, που παραµένει µία από τις πιό εκπληκτικές και διορατικές στην καταγραµµένη ιστορία των πολεµικών τεχνών, ήταν να αναθέσει στους δύο κορυφαίους «ειδικούς» να ταξιδέψουν σε όλο τον κόσµο γιά να µελετήσουν ενδελεχώς τα µαχητικά συστήµατα των άλλων λαών και κατόπιν, να συνεργαστούν στην εξαγωγή συµπερασµάτων που θα έδινε, ως τελικό αποτέλεσµα, το «πλήρες» σύστηµα άοπλης µάχης, που θα περιείχε τα καλύτερα στοιχεία των ως τότε γνωστών πολεµικών τεχνών και το οποίο θα προοριζόταν γιά την εκπαίδευση του σοβιετικού στρατού.
Αυτοί οι «ειδικοί» ήταν ο Vasili Oshchepkov, ήδη βετεράνος καρατέκα και, κυρίως, τζουντόκα µε µαύρη ζώνη από τον ιδρυτή του τζούντο, Jigoro Kano, και ο Victor Spiridonov, ένας εξαιρετικά ανοιχτόµυαλος µελετητής πολλών διαφορετικών παλαιστικών στυλ, από την ελληνορωµαϊκή µέχρι το jiu-jitsu, αλλά και γερός γνώστης των παλιότερων γηγενών µορφών πάλης της ευρύτερης σοβιετικής περιοχής.
Αργότερα, στην οµάδα προστέθηκαν άλλοι δύο «επιστηµονικοί υλιστές» της άοπλης µάχης: ο Anatoly Kharlampiev και ο Ivan Vasilievich «επιστηµονικοί υλιστές» της άοπλης µάχης: ο Anatoly Kharlampiev και ο Ivan Vasilievich Vasiliev, που επίσης ταξίδεψαν ανά τον κόσµο γιά να προπονηθούν, να παρατηρήσουν από πρώτο χέρι και να αποστάξουν τη γνώση από τις πολεµικές τέχνες άλλων λαών µε αξιόλογη παράδοση στο θέµα. Και εγένετο SAMBO Τούτη η ερευνητική διαδικασία κράτησε σχεδόν µία δεκαετία. Το σύνολο των τεχνικών που τελικώς εγκρίθηκαν γιά να αποτελέσουν το σώµα του νέου συστήµατος οριστικοποιήθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και περιείχε αρκετά στοιχεία από τα παλαιότερα παλαιστικά συστήµατα της Ρωσίας και της ανατολικής Ευρώπης, αλλά επίσης τεχνικές από την ελληνορωµαϊκή πάλη, το jiu-jitsu, το catch wrestling και πάνω απ΄όλα, το judo, που υπήρξε καθοριστική επιρροή, τόσο στο επίπεδο της καθαρής τεχνικής όσο (και ίσως περισσότερο) στο επίπεδο της ανάλυσης της µηχανικής συµπεριφοράς του ανθρώπινου σώµατος, καθώς και της πρωτοποριακής, γιά την εποχή, εκπαιδευτικής προσέγγισης που αποτελούσε ένα από τα µεγάλα επιτεύγµατα του ιδρυτή του και σπουδαίου παιδαγωγού, Jigoro Kano. Στα πρώτα χρόνια, το νέο σύστηµα δεν είχε όνοµα, καθώς αποτελούσε ακόµα προϊόν υπό διαµόρφωση.
Στη δεκαετία του 30, µάλιστα, οι ευρύτερες εξελίξεις παραλίγο να το αφανίσουν εν τη γενέσει του: οι επιδεινούµενες σοβιετο-ιαπωνικές σχέσεις δαιµονοποίησαν οτιδήποτε το ιαπωνικό στην ΕΣΣΔ, το judo έγινε «κόκκινο πανί» και, ως κατακλείδα, ο Vasili Oshchepkov, µε µακρά διαµονή στην Ιαπωνία στο βιογραφικό του, συνελήφθη από το σταλινικό (πλέον) καθεστώς στα πλαίσια ευρύτερων εκκαθαρίσεων, στάλθηκε στη Σιβηρία και εκεί εκτελέστηκε ως «κατάσκοπος της Ιαπωνίας» το 1937. Ο άτυχος Oshchepkov, ένας γνήσιος οραµατιστής των πολεµικών τεχνών και της αθλητικής επιστήµης, πέθανε µεν άδοξα, όµως η τέχνη που ο ίδιος συνέβαλλε τα µέγιστα στη γέννηση της, ευτυχώς πέρασε στα κατάλληλα χέρια: ο µαθητής του Anatoly Kharlampiev, ένας από τους αρχικούς τέσσερις του Dinamo, και κοµµουνιστής πέραν πάσης υποψίας µε ισχυρές διασυνδέσεις, ευφυώς αποσιώπησε οποιαδήποτε αναφορά στις ιαπωνικές επιρροές της νέας τέχνης, υπερτόνισε τη συνεισφορά των µαχητικών συστηµάτων µε καταγωγή την ΕΣΣΔ, κατέδειξε εµφατικά την «επιστηµονική διαδικασία» στη σύνθεση της, και τελικώς κατόρθωσε να αναγνωριστεί επισήµως από το κράτος ως η γνήσια σοβιετική πολεµική τέχνη το 1938, «πατεντάροντας» οριστικά το ακρωνύµιο SAMBO, από τα αρχικά των λέξεων САМозащита Без Оружия (SAMozashchita Bez Oruzhiya), που σηµαίνουν απλώς «άοπλη αυτοάµυνα». Μέχρι σήµερα, ο Kharlampiev αναφέρεται συχνά ως «ο πατέρας του SAMBO», γιά λόγους που άπτονται µεν της συνεισφοράς του στην καθιέρωση τούτης της πολεµικής τέχνης, αλλά περισσότερο απηχούν το άµεµπτο πολιτικό προφίλ του εν µέσω σταλινικής περιόδου, που κρίθηκε αρµοδίως πολύ πιό «πρέπον» γιά να συσχετισθεί µε το Sambo, από το µαγαρισµένο όνοµα του, εκτελεσµένου γιά κατασκοπία Oshchepkov, του οποίου η τεράστια προσφορά αποσιωπήθηκε γιά πολλές δεκαετίες.. Στη Ρωσία όλα αυτά τα γηγενή συστήµατα µάχης σώµα µε σώµα προσδιορίζονται συλλήβδην µε τον όρο «Rukopashnii Boi», που σηµαίνει απλώς αυτό: µάχη σώµα µε σώµα. Ως προς το Sambo, παραµένει δηµοφιλέστατο άθληµα σε ολόκληρο τον πρώην σοβιετικό κόσµο, τόσο στη µορφή του “Sport Sambo”, δηλαδή την καθαρά παλαιστική, όσο και στη µορφή του “Combat Sambo”, που περιλαµβάνει και πυγµαχία µε λακτίσµατα, και µοιάζει αρκετά µε τις σύγχρονες Mixed Martial Arts. Εναλλακτικό σπορ που ολοένα κερδίζει πόντους ανάµεσα στο φιλοθεάµον κοινό, είναι το Armeiskii Rukopashnii Boi, ήτοι το εσωτερικό πρωτάθληµα άοπλης µάχης του ρώσικου στρατού, ένα είδος Combat Sambo άκρως σκληροπυρηνικού, που προσφέρει µερικές από τις πιό εκπληκτικές σκηνές δράσης στα σύγχρονα µαχητικά σπορ και καταδεικνύει το τροµερό επίπεδο που βρίσκονται σήµερα οι Ρώσοι στον τοµέα των πολεµικών τεχνών.