Το Ντόπινγκ στον αθλητισμό είναι παγκόσμιο πρόβλημα και καθόλου άγνωστο στον Κυπριακό αθλητισμό
Ως φαινόμενο υποσκάπτει το πνεύμα του αθλητισμού και του «ευ αγωνίζεσθαι», (fair play), αλλοιώνει τη γνησιότητα του αποτελέσματος και της προσπάθειας των αθλητών, θέτει σε κίνδυνο την υγεία των αθλητών και είναι αντίθετο στις θεμελιώδεις αρχές του Ολυμπισμού και της ιατρικής ηθικής.
Οι επιπτώσεις που προκαλεί η χρήση των απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων στον ανθρώπινο οργανισμό παραμένουν από σοβαρές έως και θανατηφόρες. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που οδήγησαν τη Διεθνή Κοινότητα να προβεί στη θέσπιση της Σύμβασης κατά του Ντόπινγκ την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία επικύρωσε και ένταξε στην Κυπριακή έννομη τάξη.
Σύμφωνα λοιπόν με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης (ΟΥΝΕΣΚΟ) κατά του Ντόπινγκ στον Αθλητισμό (Τροποποιητικός) (Κυρωτικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2014 ως παράβαση κανόνα Αντί−Ντόπινγκ στον αθλητισμό νοείται ένα ή περισσότερα από τα εξής:
(α) η παρουσία μιας απαγορευμένης ουσίας ή μεταβολιτών ή δεικτών του σε σωματικό δείγμα ενός αθλητή
(β) χρήση ή απόπειρα χρήσης μιας απαγορευμένης ουσίας ή μιας απαγορευμένης μεθόδου
(γ) άρνηση ή αποτυχία χωρίς αναντίρρητη αιτιολόγηση, να υποβληθεί σε συλλογή δείγματος μετά από ανακοίνωση όπως ορίζεται στους εφαρμοστέους κανόνες αντί−ντόπινγκ ή με άλλο τρόπο αποφυγή συλλογής δείγματος
(δ) παραβίαση των εφαρμοστέων απαιτήσεων σχετικά με τη διαθεσιμότητα αθλητή για εκτός αγώνων έλεγχο συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας του/της να παρέχει τα στοιχεία εντοπισμού που του/της ζητούνται και χαμένοι έλεγχοι που κηρύσσονται βασισμένοι σε λογικούς κανόνες
(ε) αλλοίωση ή απόπειρα αλλοίωσης, οποιουδήποτε μέρους του ελέγχου ντόπινγκ
(στ) κατοχή απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων
(ζ) διακίνηση οποιασδήποτε απαγορευμένης ουσίας ή απαγορευμένης μεθόδου
(η) χορήγηση ή αποπειραθείσα χορήγηση μιας απαγορευμένης ουσίας ή απαγορευμένης μεθόδου σε οποιοδήποτε αθλητή, ή ενίσχυση, ενθάρρυνση, βοήθεια, υποκίνηση, συγκάλυψη ή οποιοσδήποτε άλλος τύπος συνυπαιτιότητας σε μια παραβίαση κανόνα αντί−ντόπινγκ ή οποιαδήποτε αποπειραθείσα παραβίαση.
Οι παράβαση των κανόνων αντι- ντόπινγκ συνιστά «αθλητική» παράβαση μόνο όταν ο παραβάτης φέρει την ιδιότητα του αθλητή ή του μέλους του προσωπικού υποστήριξης ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μια εν λόγω παράβαση θα παραμένει ατιμώρητη και συνεπώς δεν θα μπορεί να κριθεί και ή να εκδικαστεί από τις αθλητικές πειθαρχικές επιτροπές. Συνεπώς δεν εμπίπτουν νομικά στο πεδίο των αθλητών οι απλοί αθλούμενοι.
Η Σύμβαση κατά του Ντόπινγκ ορίζει ως αθλητή «όποιο πρόσωπο συμμετέχει στον αθλητισμό σε διεθνές ή εθνικό επίπεδο, όπως καθορίζεται από κάθε εθνικό οργανισμό αντί-ντόπινγκ και γίνεται αποδεκτό από τα Μέρη Κράτη και οποιοδήποτε πρόσθετο πρόσωπο που συμμετέχει σε ένα άθλημα ή μια εκδήλωση σε χαμηλότερο επίπεδο, που γίνεται αποδεκτό από τα Μέρη Κράτη»
Το ντόπινγκ νοθεύει το αποτέλεσμα των αθλητικών αγώνων διότι παρέχει αθέμιτο πλεονέκτημα στους αθλητές που κάνουν χρήση σε σχέση με τους αθλητές που δεν κάνουν. Με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το έννομο συμφέρων των τελευταίων όσων αφορά τον «υγιή» ανταγωνισμό.
Ο πολυγράφος Έλληνας νομικός Δημήτρης Παναγιωτόπουλος(1) γράφει για το ντόπινγκ: «Η χρήση από αθλητή ουσιών doping φανερώνει όχι μόνο τάση προς διάκριση με κάθε τρόπο αλλά ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο πρόσωπο χρήστη εκδηλώνεται συμπεριφορά αντιαθλητική που πλήττει κάθε έννοια ηθικής και αξιών στον αθλητισμό. Αντίστοιχα ο Μαυρομάτης(2) αναφέρει: «.. η κύρια συνέπεια του ντόπινγκ σε αθλητικό επίπεδο είναι η ανισότητα που προκαλείται μεταξύ των αθλητών που συμμετέχουν σε έναν αγώνα..»
Η επιλογή των απαγορευμένων ουσιών οι οποίες αναγράφονται στον κατάλογο της Απαγορευμένων ουσιών του W.A.D.A περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει το τοπίο σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό καθώς σε αυτόν περιέχονται τόσο ουσίες οι οποίες σε θεραπευτικές δόσεις δεν είναι επικίνδυνες για την υγεία των αθλητών, όσο και ουσίες οι οποίες είναι επικίνδυνες για την υγεία τους, δε βελτιώνουν όμως την απόδοσή τους. Προκύπτει λοιπόν ότι ο διαχωρισμός που γίνεται σε φυσικές και τεχνητές ανισότητες με την έννοια ότι το ντόπινγκ, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες, δημιουργεί τεχνητή ανισότητα μεταξύ των αθλητών εμπεριέχει αρκετή δόση αυθαιρεσίας καθότι δεν εδράζεται σε αντικειμενικά κριτήρια αλλά πηγάζει από το γεγονός ότι η κατάχρηση των ουσιών ντόπινγκ δημιουργεί κινδύνους για την υγεία των αθλητών.
To Ντόπινγκ στον αθλητισμό αποτελεί αδίκημα «αυστηρής ευθύνης» ( Strict Liability). Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται να αποδειχτεί πρόθεση( ένοχη σκέψη) ή δόλος από τον παραβάτη έτσι ώστε ο Οργανισμός Αντι- ντόπινγκ να στοιχειοθετήσει την παράβαση του κανονισμού. Περαιτέρω σύμφωνα με τα Αρθ.6 (α) και 37(2) Κ.Δ.Π 183/2016 « …κάθε αθλητής είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε καταναλώνει ή χρησιμοποιεί ή εφαρμόζει..».
Οι πιο πάνω διατάξεις δέχονται σφοδρή κριτική από Νομικούς ανά το Παγκόσμιο καθώς θεωρούνται από πολλούς ότι παραβιάζουν τις ατομικές ελευθερίες των αθλητών, καθώς με την αυστηρότητα τους έχουν προκαλέσει τον «υποβιβασμό» του αθλητή από υποκείμενο σε αντικείμενο του δικαίου.
(1)Δημήτριος Παναγιωτόπουλος, Αθλητικό Δίκαιο Συστη- ματική Θεμελίωση – Εφαρμογή (ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟ- ΘΗΚΗ 2005) τομ 1 490. Σελ 487
(2)Αχιλλέας Μαυρομάτης, ‘Ποινικά Αδικήματα στον Αθλη- τισμό’ (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2002) σελ 202.
Η περίοδος αποκλεισμού για παράβαση των κανόνων αντι- ντόπινγκ μετά την τελευταία τροποποίηση του κανονισμού έχει αυξηθεί από δύο (2) σε τέσσερα(4) έτη με εξαίρεση τις παραβάσεις που αφορούν ουσίες ειδικής αναφοράς οι οποίες αναγράφονται αναλυτικά στον Κανονισμό και για τις οποίες η περίοδος αποκλεισμού είναι μικρότερη.
Όσον αφορά το βάρος απόδειξης σε περίπτωση που βρεθεί απαγορευμένη ουσία στο δείγμα ενός αθλητή: Όταν Οργανισμός αποδείξει την ύπαρξη της ουσίας, το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους ώμους του αθλητή να αποδείξει και να τεκμηριώσει ότι η εν λόγω ουσία εισήλθε στον οργανισμό του από μη σημαντικό σφάλμα ή αμέλεια οπότε ενδέχεται να εξεταστεί η μείωση της επιβληθείσας ποινής. Περαιτέρω είναι αδιάφορο για σκοπούς του εν λόγω κανονισμού εάν η ουσία χορηγήθηκε στον αθλητή με τον οποιοδήποτε τρόπο από το προσωπικό Υποστήριξης του Αθλητή ( γιατρός ομάδας, προπονητής κτλ) ή από κάποιο τρίτο .
Για να πετύχει την πλήρη αθώωση του ο αθλητής θα πρέπει να αποδείξει και να τεκμηριώσει σε ακροαματική διαδικασία ότι η ουσία βρέθηκε στον οργανισμό του παρότι αυτός επέδειξε με την συμπεριφορά του την μέγιστη δυνατή επιμέλεια ( no fault or Negligence). Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη υπόθεση του Καναδού αθλητή του επι κοντώ Shawn Barber ο οποίος αθωώθηκε από το Καναδικό δικαστήριο όταν απόδειξε ότι η κοκαΐνη που βρέθηκε στον οργανισμό του εισήλθε μετά από φιλί που δέχθηκε από γυναίκα χρήστη κοκαΐνης πριν από την λήψη του επίμαχου δείγματος ούρων.
Επίσης ο παραβάτης μπορεί να πετύχει την αθώωση του αν η Κατηγορούσα αρχή αποτύχει να αποδείξει ότι τα δείγματα λήφθηκαν κατά την Νόμιμη και προβλεπόμενη ως ο Κανονισμός ορίζει διαδικασία (3) (4) , όπως επίσης και για τεχνικά ζητήματα (5) .
Μετά την γνωστοποίηση από τον Οργανισμό Αντι- Ντοπινγκ προς τον αθλητή ότι έχει βρεθεί στο δείγμα του απαγορευμένη ουσία ο αθλητής έχει τις ακόλουθες επιλογές:
- Nα αποποιηθεί την ακροαματική διαδικασία 57(1) Κ.Δ.Π 183/2016 και να αποδειχθεί τις συνέπειες που προτείνονται από την αρμόδια Αρχή.
- Να μην παραδεχτεί την παράβαση, να ζητήσει την εξέταση του Β’ δείγματος και να προχωρήσει στην ακροαματική διαδικασία όπου πλέον καλείται να αποδείξει και να τεκμηριώσει ότι δεν είχε καθόλου σφάλμα ή αμέλεια έτσι ώστε να πετύχει την αθώωση του ή την μείωση της προβλεπόμενης ποινής.
- Να παραδεχθεί, αλλά να ισχυριστεί αμέλεια , οπότε και θα διεξαχθεί newton hearing ενώπιων της δικαστικής επιτροπής προς απόδειξης της αλήθειας με τον παραβάτη να καλείτε να αποδείξει ότι δεν είχε σημαντικό σφάλμα ή αμέλεια κατά την έκβαση την ουσιωδών γεγονότων που αφορούν την εν λόγω παράβαση.
- Κατ’ εφαρμογή του 66 Κ.Δ.Π 183/2016 να παρέχει ουσιαστική βοήθεια προς τις αρχές με σκοπό να πετύχει την μείωση ή αναστολή της προβλεπόμενης ποινής μέχρι και κατά ¾. Ως ουσιαστική βοήθεια ορίζεται η βοήθεια που θα παρέχει ή παρέχει ο παραβάτης προς τις αρχές και αφορούν την αποκάλυψη όλων των προσώπων που συμμετείχαν με τον οποιοδήποτε τρόπο στην παράβαση του κανονισμού καθώς επίσης και τον ρόλο αυτών αλλά και τον βαθμό συμμετοχής τους.
(3)ΑΣΕΑΔ 4/14-1-2014
Ακύρωση Αποφάσεως Ελληνικής Ομοσπονδίας επί υποθέσεως Doping Ίππου
(4) CAS 2014/A/3487 Veronica Campbell-Brown v. The Jamaica Athletics Administrative Association (JAAA) & The International Association of Athletics Federations (IAAF)
(5) (CAS 2017/A/4967) που αφορούσε τον Ισπανό δρομέα Αdel Mechaal, ο οποίος αθωώθηκε (3 non Show) μετά που απόδειξε «βλάβες» στο σύστημα ADAMS της Wada.
Είναι φανερό λοιπόν ότι μετά την τελευταία τροποποίηση του Νόμου κατά του Ντόπινγκ στον αθλητισμό, όλο και περισσότεροι παραβάτες προχωρούν στην ουσιαστική βοήθεια προς τις Αρχές έτσι ώστε να αποφύγουν τον 4τη αποκλεισμό ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και στο τέλος της καριέρας τους. Ενδεικτική η υπόθεση USADA vs Tyson Gay, όπου ο αθλητής έλαβε ποινή αποκλεισμού από τα γήπεδα ενός έτους μετά την πλήρη συνεργασία του με τις Αμερικανικές Αρχές .
Περαιτέρω, στην Κυπριακή έννομη τάξη οι παραβάσεις του Κανονισμού αποτελούν σοβαρά ποινιά αδικήματα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρα 5(1), (α),(β), (γ) και (2) της Διεθνούς Σύμβασης (ΟΥΝΕΣΚΟ) κατά του Ντόπινγκ στον Αθλητισμό Νόμο (2009): Σε οποιονδήποτε αθλητή στον οργανισμό του οποίου ανιχνευθεί απαγορευμένη ουσία και/ή κάνει χρήση απαγορευμένης μεθόδου και/ή παραβαίνει ή παραβεί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις για έλεγχο εκτός αγώνα (3 non show) συμπεριλαμβανομένης και της αποτυχίας του να παρέχει στοιχεία εντοπισμού ( wareabouts) και/ή αρνείται να δώσει αναιτιολόγητα δείγμα μετά από σχετική ειδοποίηση, σε περίπτωση που αυτός κριθεί ένοχος, υπόκειται σε ποινή στερητικής της ελευθερίας ( φυλάκιση) η οποία δεν ξεπερνά τα δύο (2) έτη ή με πρόστιμο μέχρι €10.000 ή και στις δύο ποινές .
Επίσης το Αρθ.(2), (β) του εν λόγω Νόμου, όποιος κατέχει ή διακινεί ή χορηγεί απαγορευμένες ουσίες σε αθλητή/ες σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι (5) πέντε έτη ή σε πρόστιμο μέχρι €50.000, ενώ στην περίπτωση που ο προμηθευτής ή διακινητής ανήκει στο προσωπικό υποστήριξης (π.χ. προπονητής), οι απειλούμενες ποινές είναι μέχρι (7) χρόνια φυλάκιση και €75.000 πρόστιμο ή και οι δύο ποινές μαζί.
Μάριος Αποστολίδης
Δικηγόρος- Νομικός Σύμβουλος